Ο Ηλιακός Κύκλος περιγράφεται με τη παρατήρηση της συχνότητας και τη τοποθέτηση των ορατών ηλιακών κηλίδων. Ανακαλύφθηκε το 1843 από τον Σάμιουελ Χάινριχ Σβάμπε, ο οποίος μετά από 17 χρόνια παρατηρήσεων πρόσεξε μια περιοδική μεταβολή του μέσου αριθμού των ορατών ηλιακών κηλίδων από έτος σε έτος στον ηλιακό δίσκο. Ο Ρούντολφ Βόλφ συγκέντρωσε και μελέτησε αυτές καθώς και άλλες παρατηρήσεις, ανασυνθέτοντας τον κύκλο πίσω ως στο 1745. Κατάφερε τελικά να πάει τις αναπαραστάσεις αυτές ως τις πρώτες παρατηρήσεις των ηλιακών κηλίδων από τον Γαλιλαίο και τους συγχρόνους του, στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα. Ξεκινώντας από τον Βόλφ, οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι είναι χρήσιμο να καθορίσουν ένα πρότυπο δείκτη αριθμού των ηλιακών κηλίδων, τον αριθμό Wolf, ο οποίος συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Μέχρι πρόσφατα πίστευαν ότι υπήρχαν 28 κύκλοι στα 309 χρόνια μεταξύ του 1699 και του 2008, δίνοντας ένα μέσο διάστημα 11,04 χρόνων ανά κύκλο. Πρόσφατη έρευνα όμως, έδειξε ότι ο μεγαλύτερος από αυτούς (1784-1799) φαίνεται πραγματικά να έχει δύο κύκλους, έτσι ώστε το μέσο διάστημα να είναι περίπου 10,66 χρόνια. Κύκλοι βραχείς ως 9 χρόνια και μακρείς ως 14 χρόνια έχουν παρατηρηθεί και στο διπλό κύκλο (1784-1799) ένας από τους δύο κύκλους, θα έπρεπε να είναι σε διάρκεια λιγότερο από 8 χρόνια. Επίσης προέκυψαν και σημαντικές διακυμάνσεις στο εύρος των ηλιακών κηλίδων. Το ηλιακό μέγιστο και ηλιακό ελάχιστο αναφέρεται αντίστοιχα στις εποχές του μέγιστου και ελάχιστου αριθμού ηλιακών κηλίδων. Οι κύκλοι ηλιακών κηλίδων διαχωρίζονται μεταξύ τους από το ένα ελάχιστο αριθμού ηλιακών κηλίδων ως το επόμενο. Ακολουθώντας το σχέδιο αρίθμησης που θεσπίστηκε από τον Γουλφ, ο κύκλος (1755-1766) παραδοσιακά αριθμείται ως πρώτος. Στη περίοδο μεταξύ 1645 και 1715 παρατηρήθηκαν πολύ λίγες ηλιακές κηλίδες. Αυτή η εποχή των 80 περίπου ετών είναι γνωστή ως το Ελάχιστο του Μάουντερ, από τον Έντουαρντ-Βάλτερ Μάουντερ ο οποίος ερεύνησε εκτενώς αυτό το περίεργο γεγονός, που πρωταρχικά παρατηρήθηκε από τον Γκούσταβ Σπέρερ. Το Ελάχιστο του Μάουντερ συνέπεσε με το μεσαίο και πιο κρύο μέρος της Μικρής Εποχής των Παγετώνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική υποβλήθηκαν σε έντονα κρύους χειμώνες. Οι λίμνες στην Βόρεια Ιταλία, στην Ολλανδία, ακόμα και ο Τάμεσης πάγωναν κάθε χειμώνα και συνέβησαν αρκετοί πόλεμοι στην Ευρώπη μιας και τα χωράφια δεν απέδιδαν τα αναμενόμενα. Επίσης αυτή την εποχή είναι και η Χρυσή Περίοδος του Αντόνιο Στραντιβάρι. Κατά μια αρκετά βάσιμη θεωρία, ο ιδιαίτερος ήχος των εγχόρδων του οφείλεται, εκτός από την σχεδίαση, στη χρήση ερυθρελάτης που είχε αναπτυχθεί αυτή την εποχή. Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες με τους πολύ κρύους χειμώνες και τα δροσερά καλοκαίρια, ανέπτυξαν ξυλεία που είχε πιο αργή και πιο ομοιόμορφη ανάπτυξη, στοιχεία σημαντικά για την παραγωγή αντηχείων υψηλότερης ποιότητας. Παρόμοιο φαινόμενο με μικρότερη διάρκεια, καταγράφηκε μεταξύ του 1790 και 1830, γνωστό ως Ελάχιστο του Δάλτωνα. Κατά τη περίοδο αυτή το 1816, σε συνδυασμό με την έκρηξη του ηφαιστείου του όρους Ταμπόρα στην Ινδονησία το 1815, είναι το γνωστό Έτος Χωρίς Καλοκαίρι. Το καλοκαίρι αυτό προκάλεσε, με τις κλιματικές ανωμαλίες του, γεωργική καταστροφή στο βόρειο ημισφαίριο. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χαμηλής δραστηριότητας των ηλιακών κηλίδων και των κρύων χειμώνων έγινε πρόσφατα και δείχνει ότι η ηλιακή ακτινοβολία UV είναι πιο μεταβλητή κατά τη διάρκεια του ηλιακού κύκλου απ' ό,τι οι επιστήμονες πίστευαν προηγουμένως.
|